εωσινοφιλία

εωσινοφιλία
η
ιατρ. η αύξηση τής αναλογίας τών εωσινόφιλων λευκοκυττάρων στο αίμα αυτών που αναρρωννύουν από λοιμώδεις νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosinophilia < eosin (πρβλ. ἑωσίνη) + -philia (πρβλ. φιλία < φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”